ΘΕΜΑΤΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΚΟΚΟΠΟΙΗΣΗΣ

Πότε καταγράφηκαν για πρώτη φορά τέτοιου είδους συμπεριφορές ως ποινικά αδικήματα;           Ανέκαθεν, στις ανθρώπινες σχέσεις,  εμφανίζονταν  πράξεις προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας κι αξιοπρέπειας.  Ως ποινικά αδικήματα,  όμως,  τα συναντάμε στη νεοτερη και σύγχρονη ιστορία του ποινικού δικαίου. Για παράδειγμα,  στο παρελθόν, η  σεξουαλική  κακοποίηση της γυναίκας δεν αντιμετωπιζόταν  ως  αδίκημα,  αλλά   ως  έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας  από άντρα σε άντρα.   Στην Ελλάδα, για πρώτη φορά,   ο βιασμός εισήχθη  ως  ποινικό αδίκημα  στον  ποινικό κώδικα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους το 1834 και ως εκ τούτου,  την περίοδο εκείνη,  καταγράφησαν   επίσημα τα πρώτα ποινικά αδικήματα τέτοιας φύσεως, ενώ οι "ελαφρότερες" μορφές σεξουαλικής κακοποίησης ποινικοποιήθηκαν σταδιακώς.       Παρατηρείται, δηλαδή, ότι η  ποινικοποίηση των συμπεριφορών αυτών,  κινήθηκε αναλόγως της θέσεως  που είχε η γυναίκα στην κοινωνία,    κατά τη εκάστοτε χρονική περίοδο.      Σήμερα,   έχουμε  ένα εξελιγμένο και ικανοποιητικό νομικό πλαίσιο σχετικά  με  τα αδικήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας που στρέφονται  κατά  γυναικών, αντρών και ανηλίκων,  το οποίο, βέβαια, χρήζει βελτιώσεων.      - Υπάρχει νόμος που μπορεί να στηρίξει υπόθεση κακοποίησης λεκτικής (βλπερίπτωση Κιμούληστον εργασιακό χώροΚαι ποιες προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν (π.χνα είναι κάτι που γίνεται επανειλημμέναΝα υπάρχουν μάρτυρεςΝα γίνεται από κάποιον συστηματικά σε πολλούς;)          Σύμφωνα με το ισχύοντα Ποινικό Κώδικα,   η λεκτική  κακοποίηση συνιστά  το αδίκημα της λόγω  ή  έργω  εξύβρισης και αφορά την προσβολή της τιμής του θύματος,  εφόσον δεν  υπάρχει προσβολή  του σώματος του θύματος, οπότε στην τελευταία περίπτωση, θα αναφερόμασταν σε  αδικήματα κατά της σωματικής ακεραίοτητας( απλή, βαριά  ή επικίνδυνη σωματική βλάβη κ.τ.λ).          Η εξύβριση,  η επίθεση, δηλαδή, κατά της τιμής κάποιου μπορεί να εκφραστεί με λόγο (π.χ. προσβλητικές και απαξιωτικές φράσεις),  με έργο (π.χ άσεμνες χειρονομίες)   ή με  οποιονδήποτε άλλο  τρόπο  που  συνιστά απαξίωση  του θύματος.      Για τη στοιχειοθέτηση του παραπάνω αδικήματος της εξύβρισης, αρκεί να γίνεται μία φορά και κατά ενός προσώπου και δεν απαιτείται να υπάρχει μάρτυρας, πέραν του θύματος, αφού το ίδιο το θύμα αντιμετωπίζεται και ως μάρτυρας. Σίγουρα,  οι επιπλέον μάρτυρες και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, συνδράμουν  περισσότερο τη διαδικασία, αλλά δεν είναι απαραίτητα για να κινηθεί μία ποινική δίωξη.          Προς το παρόν,  δεν υπάρχει  ειδική διάταξη στον Ποινικό Κώδικα που να  ποινικοποιεί  τη φραστική επίθεση  συγκεκριμένα  στον εργασιακό χώρο,  έχουν όμως, ήδη ξεκινήσει, κάποιες συζητήσεις,  οι οποίες  προσανατολίζονται στην  ποινικοποίηση  της σε ξεχωριστή ποινική διάταξη.   Εκτός από το να κάνει μήνυση μια γυναίκα που έχει υποστεί τέτοια συμπεριφορά στον εργασιακό χώρουπάρχουν άλλες δυνατότητες που της δίνει ο νόμοςΠ.χνα καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας της και να πάρει κάποια αποζημίωση;        Εκτός από το δικαίωμα της γυναίκας ή του άντρα που έχει υποστεί μία τέτοια συμπεριφορά   στον εργασιακό χώρο,  να προσφύγει στο Ποινικό Δικαστήριο, υφίσταται και το δικαίωμα να προσφύγει στα Αστικά Δικαστήρια, για να διαφυλάξει τα νόμιμα εργασιακά του/της δικαιώματα που πλήττονται από την προσβολή. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διακρίνουμε:      Αν η σεξουαλική παρενόχληση προέρχεται από τον εργοδότη (το "αφεντικό" σε μια ατομική επιχείρηση, ή τον νόμιμο εκπρόσωπο σε ένα νομικό πρόσωπο), δύναται να θεωρήσει ότι το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη ασκείται καταχρηστικά και ως εκ τούτου υφίσταται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Η βλαπτική αυτή μεταβολή δύναται να ερμηνευθεί ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, με αποτέλεσμα την ύπαρξη αξίωσης καταβολής αποζημίωσης απόλυσης.      Αν η σεξουαλική παρενόχληση προέρχεται από έναν συνάδελφο ή από έναν προϊστάμενο, εκτός από την ως άνω δυνατότητα, ο/η εργαζόμενος/νη δύναται να αξιώσει από τον εργοδότη, να απομακρυνθεί ο θύτης από την εργασία, ή έστω από το τμήμα που εργάζεται το θύμα.       Σε αμφότερες τις ως άνω περιπτώσεις,  το θύμα της σεξουαλικής παρενόχλησης εκτός των ως άνω, δύναται να ζητήσει από το Αστικό Δικαστήριο και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του θύτη (είτε αυτός είναι ο ίδιος ο εργοδότης, είτε κάποιο προϊστάμενος ή συνάδελφος).       Ποια είναι η προσωπική σου εκτίμηση για το νομικό πλαίσιο που αφορά τη σεξουαλική παρενόχληση/κακοποίησηΥπάρχει ανάγκη να εξελιχθεί/αναπροσαρμοστεί και σε ποια κατεύθυνση               Ο Ποινικός Κώδικας και ειδικότερα το κεφάλαιο που αφορά τα εγκλήματα κατά  της γενετήσιας ελευθερίας, έχει σημειώσει πρόοδο τα τελευταία χρόνια  και  ειδικότερα μετά την υπογραφή  της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης απο την Ελλάδα, την ενσωμάτωσή της στο εθνικό δίκαιο  το  έτος 2018 και τη μετέπειτα κύρωση του νέου Ποινικού Κώδικα(νόμος 4619/2019).  Για παράδειγμα,  με τη νέα αυτή τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα,    για πρώτη φορά,    αποτελεί αδίκημα και μάλιστα κακούργημα  και η χωρίς τη συναίνεση του θύματος συνουσία ή άλλη γενετήσια πράξη,  ενώ προηγουμένως για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού,  απαιτούνταν μόνο  χρήση απειλής ή  βίας.   Ωστόσο, δεν αποτελεί το τελικό στάδιο της αλλαγής, καθώς μεγάλο μέρος  των προβλέψεων της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, δεν έχουν υιοθετηθεί από το ελληνικό δίκαιο, όπως είναι πολλές από τις επιβαρυντικές περιστάσεις. Αναμένονται, όμως και άλλες γενναίες αναθεωρήσεις και καίριες νομολογιακές τομές στο χώρο της ελληνικής δικαιοσύνης, γύρω από τα θέματα της σεξουαλικής κακοποίησης.              Με λίγα λόγια το νομικό πλαίσιο  υπάρχει και συνεχώς εξελίσσεται.                       Αυτό που  κατά τη γνώμη μου, όμως,  θα επιφέρει  ουσιαστική αλλαγή, είναι η δημιουργία των  κατάλληλων μηχανισμών,  κρατικών και ιδιωτικών, που θα έχουν σκοπό  την αλλαγή  της νοοτροπίας της ελληνικής κοινωνίας και ειδικότερα της μικρής κοινωνίας ή του εκάστοτε εργασιακού  χώρου,  γύρω από τα θέματα αυτά,  ώστε να ενθαρρύνονται τα θύματα να προσφύγουν έγκαιρα στο σύστημα της δικαιοσύνης και όχι να στιγματίζονται κοινωνικά ή  να ενοχοποιούνται.          Αν τα  θύματα,  για παράδειγμα,  των καταγγελλόμενων κακοποιήσεων, αυτήν την περίοδο στη χώρα μας, είχαν την ώρα που έπρεπε την ανάλογη στήριξη και ενθάρρυνση, δεν θα είχαμε  παράγραφες τόσο σοβαρών εγκλημάτων, θα αποζημιώνονταν   ηθικά  και χρηματικά και  οι δράστες, με τη σειρά τους,  θα αντιμετώπιζαν τις ανάλογες συνέπειες  του νόμου από τα ποινικά και αστικά δικαστήρια.